Κύνθιον

Κύνθιον
Κύ̱νθιον , Κύνθος
masc/fem acc sg
Κύ̱νθιον , Κύνθος
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Κύνθιος και Κύνθια — Προσωνυμία θεών κατά την αρχαιότητα. Προέρχεται ετυμολογικά από τον λόφο Κύνθο της Δήλου, όπου βρίσκονταν ναοί αφιερωμένοι σε αυτούς. Το αρσενικό όνομα προσδιόριζε στη Δήλο τον Δία, ο οποίος συλλατρευόταν με την Αθηνά. Στο ιερό τους έχουν βρεθεί… …   Dictionary of Greek

  • Κύνθος — Λόφος (112 μ.) της Δήλου, το υψηλότερο σημείο του νησιού. Αποτέλεσε την περιοχή εγκατάστασης των πρώτων κατοίκων του νησιού κατά την 3η χιλιετία π.Χ. Η μυθολογία αναφέρει ότι στον Κ. γεννήθηκαν η Άρτεμη και ο Απόλλωνας, παιδιά της Λητούς από τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”